- κροτοῦν
- κροτέωmake to rattlepres part act masc voc sg (attic epic doric)κροτέωmake to rattlepres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κροκώ — κροκῶ, όω (AM) μσν. υφαίνω αρχ. 1. στεφανώνω με κίτρινο κισσό 2. περιτυλίγω μέρη τού σώματος με κρόκη σε μυστηριακές τελετές 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κροτοῡν καθαρτική τελετή κατά την οποία οι μύστες είχαν κρόκη δεμένη στο δεξιό χέρι… … Dictionary of Greek
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
κροτώ — κρότησα, κροτημένος 1. παράγω κρότο: Κροτούν τα πολυβόλα. 2. κρούω κάτι για παραγωγή κρότου: Κροτώ το ταμπούρλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)